Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ομάδα

См. также в других словарях:

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — η άθροισμα, ολιγάριθμο σύνολο προσώπων: Μαθητικές ομάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμάδα — ὁμάς the whole fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση …   Dictionary of Greek

  • Σλάβοι — Ομάδα λαών, που πιθανότατα κατάγονται από την Κεντρική Ευρώπη, μεταξύ του άνω Όντερ και του μέσου Δνείπερου. Αρχικά ήταν νομάδες κυνηγοί και έμαθαν τη γεωργία σε προϊστορικούς χρόνους από τους λαούς του Δούναβη αυτό συνέβαλε στην αύξηση του… …   Dictionary of Greek

  • αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… …   Dictionary of Greek

  • κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… …   Dictionary of Greek

  • πυγμοειδείς — Ομάδα λαών της νότιας και νησιωτικής Ασίας και της Νέας Γουινέας, που λέγονται νεγρίτοι, σε αντίθεση προς τους Πυγμαίους της Αφρικής, που λέγονται νεγρίλλοι. Οι π. περιλαμβάνουν μια ομάδα εξαιρετικά ετερογενή στη μορφή, που από μερικές απόψεις… …   Dictionary of Greek

  • κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… …   Dictionary of Greek

  • μαστόδοντα — Ομάδα προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μειόκαινου εποχής και έζησαν έως και την πλειστόκαινο. Τα μ. ήταν προσαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και ο κύριος εκπρόσωπός τους ήταν το γένος Mastodon ήMammut …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»