-
1 ομάδα
[омада] ουσ. θ. группа,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ομάδα
-
2 группа крови
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > группа крови
-
3 команда
команда ж 1) (приказ) η διαταγή по \командае με τη διαταγή 2) (отряд) η ομάδα* το πλή ρωμα (экипаж)' хоккейная \команда η ομάδα χόκε мужская (женская) \команда η ομάδα αντρών ( γυναικών) ◇ пожарная \команда το πυροσβεστικό σώμα* * *ж1) ( приказ) η διαταγήпо кома́нде — με τη διαταγή
хокке́йная кома́нда — η ομάδα χόκεϊ
мужска́я (же́нская) кома́нда — η ομάδα αντρών (γυναικών)
••пожа́рная кома́нда — το πυροσβεστικό σώμα
-
4 команда
-ы θ.1. προσταγή, -γμα, διαταγή, παράγγελμα•давать -у δίνω παράγγελμα•
слова -ы οι λέξεις του παραγγέλματος.
2. διοίκηση•принять -у αναλαμβάνω τη διοίκηση.
3. απόσπασμα, τμήμα, ομάδα•команда разведчиков ομά-δαι ανιχνευτών•
сапёрная команда τμήμα μηχανικού•
пулемётная команда ομάδα πολυβόλων - пожарная команда τμήμα πυροσβεστικής•
спасительная команда τμήμα διάσωσης ή σωτηρίας•
жандармская команда απόσπασμα χωροφυλακής.
4. το πλήρωμα σκάφους.(αθλτ.) ομάδα•футбольная команда ποδοσφαιρική ομάδα.
εκφρ.как по -е – σαν με το παράγγελμα, ταυτόχρονα•доложить (донести) по -е – αναφέρω στον ανώτερο μου (διοικητή μου). -
5 сборный
επ.1. της συγκέντρωσης•я пошёл на сборныйое место πήγα στο μέρος της συγκέντρωσης.
2. μεικτός• σύνθετος•сборный отряд μεικτό τμήμα (απόσπασμα)•
-ая футбольная команда города μεικτή ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης.
|| ουσ. -ая θ. (αθλτ.) ομάδα μεικτή•-ая города μεικτή ομάδα της πόλης•
-ая Греции η εθνική ελληνική ομάδα.
3. διάφορος, διάφορου είδους.4. συναρμολογούμενος•сборный дом το λυόμενο σπίτι.
εκφρ.- ая изба – παλ. ίζμπα συγκέντρωσης των χωρικών. -
6 бригада
бригада ж η ομάδα το συνεργείο (рабочая)' \бригада коммунистического труда η ομάδα κομουνιστικής δουλειάς* * *жη ομάδα; το συνεργείο ( рабочая) -
7 группа
гру́пп||аж ἡ ὀμάδα [-άς], ἡ γκρούπα:боевая \группа воен. ἡ μαχητική ὁμάδα· ◊ \группа крови мед. ἡ ὀμάδα τοῦ αίματος. -
8 звено
звенос1. (цепи и т. п.) ὁ κρίκος, ὁ δακτύλιος·2. (группа, бригада) ἡ ὁμάδα, ἡ ὁμάς / ὁ πυρήνας (ячейка):пионерское \звено ἡ ὁμάδα τών πιονιέρων·3. воен. ἡ ὁμάδα, τό σμήνος ἀεροπλάνων:\звено истребителей τό σμήνος καταδιωκτικών ἀεροπλάνων. -
9 баскетбольный
баскетбольный: \баскетбольный мяч η μπάλα μπάσκετ \баскетбольныйая команда η ομάδα μπάσκετ \баскетбольныйая площадка το γήπεδο μπάσκετ* * *баскетбо́льный мяч — η μπάλα μπάσκετ
баскетбо́льная кома́нда — η ομάδα μπάσκετ
баскетбо́льная площа́дка — το γήπεδο μπάσκετ
-
10 волейбольный
-
11 вывести
вывести 1) βγάζω, εξάγω 2) (исключить) διώχνω, βγάζω από \вывести из состава команды βγάζω από την ομάδα 3) (уничтожить ) βγάζω (пятна и т. п.)* * *1) βγάζω, εζάγω2) ( исключить) διώχνω, βγάζω απόвы́вести из соста́ва кома́нды — βγάζω από την ομάδα
3) ( уничтожить) βγάζω (пятна и т. п.) -
12 группа
-
13 звено
звено с 1) (в цепи) о κρίκος 2) (группа) η ομάδα, το γκρουπ* * *с1) ( в цепи) ο κρίκος2) ( группа) η ομάδα, το γκρουπ -
14 коллектив
-
15 кружок
-
16 партия
I партия II ж 1) (отряд ) η ομάδα 2) (товара ) η παρτίδα 3) (в игре) η παρτίδα· \партия в шахматы η παρτίδα σκακιού· неоконченная (отложенная) \партия η ημιτελής (μισοτελειωμένη) παρτίδα 5) муз. το μέρος II партия Ι ж полит, το κόμμα* Коммунистическая \партия Советского Союза (КПСС) το Κομουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης (Κ. Κ. Σ. Ε.)· Коммунистическая \партия Греции το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.)· быть членом \партияи είμαι μέλος του κόμματος* * *I ж полит.το κόμμαII жбыть чле́ном па́ртии — είμαι μέλος του κόμματος
1) ( отряд) η ομάδα2) ( товара) η παρτίδα3) ( в игре) η παρτίδαпа́ртия в ша́хматы — η παρτίδα σκακιού
неоко́нченная (отло́женная) па́ртия — η ημιτελής (μισοτελειωμένη) παρτίδα
4) муз. το μέρος -
17 сборная
-
18 футбольный
футбольный ποδοσφαιρικός; \футбольныйая команда η ποδοσφαιρική ομάδα; \футбольный матч о ποδοσφαιρικός αγώνας* \футбольныйое поле το γήπεδο ποδοσφαίρου* * *футбо́льная кома́нда — η ποδοσφαιρική ομάδα
футбо́льный матч — ο ποδοσφαιρικός αγώνας
футбо́льное по́ле — το γήπεδο ποδοσφαίρου
-
19 хозяин
-
20 бригада
бригад||аж1. воен. ἡ ταξιαρχία:танковая \бригада ταξιαρχία τάνκς;2. (производственная группа) τό συνεργείο, ἡ ὁμάδα:тракторная \бригада τό συνεργείο ὁδηγών τρακτέρ; \бригада коммунистического труда ἡ ὁμάδα κομμουνιστικής δουλειάς; поездна́я \бригада τό προσωπικό τοῦ τραίνου.
См. также в других словарях:
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
ομάδα — η άθροισμα, ολιγάριθμο σύνολο προσώπων: Μαθητικές ομάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμάδα — ὁμάς the whole fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουδανικές γλώσσες — Ομάδα αφρικανικών γλωσσών που τις μιλούν πενήντα περίπου εκατομμύρια άνθρωποι. Ο χώρος που καλύπτουν οι γλώσσες αυτές ορίζεται προς τα Β και προς τα Α από τις χαμιτο σημιτικές γλώσσες και προς τα Ν από τις γλώσσες της ομάδας μπαν τού. Σε αντίθεση … Dictionary of Greek
Σλάβοι — Ομάδα λαών, που πιθανότατα κατάγονται από την Κεντρική Ευρώπη, μεταξύ του άνω Όντερ και του μέσου Δνείπερου. Αρχικά ήταν νομάδες κυνηγοί και έμαθαν τη γεωργία σε προϊστορικούς χρόνους από τους λαούς του Δούναβη αυτό συνέβαλε στην αύξηση του… … Dictionary of Greek
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… … Dictionary of Greek
πυγμοειδείς — Ομάδα λαών της νότιας και νησιωτικής Ασίας και της Νέας Γουινέας, που λέγονται νεγρίτοι, σε αντίθεση προς τους Πυγμαίους της Αφρικής, που λέγονται νεγρίλλοι. Οι π. περιλαμβάνουν μια ομάδα εξαιρετικά ετερογενή στη μορφή, που από μερικές απόψεις… … Dictionary of Greek
κυτόχρωμα — Ομάδα πρωτεϊνών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα. Τα κ. έχουν ως προσθετική ομάδα διάφορες πορφυρίνες που φέρουν σίδηρο και χαρακτηρίζονται με τη γενική ονομασία αίμη. Η αίμη αποτελεί προσθετική ομάδα και άλλων… … Dictionary of Greek
μαστόδοντα — Ομάδα προβοσκιδωτών θηλαστικών που έχουν εκλείψει. Πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της μειόκαινου εποχής και έζησαν έως και την πλειστόκαινο. Τα μ. ήταν προσαρμοσμένα σε ψυχρά κλίματα και ο κύριος εκπρόσωπός τους ήταν το γένος Mastodon ήMammut … Dictionary of Greek
Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… … Dictionary of Greek